βελούδινος

βελούδινος
velours

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βελούδινος — η, ο ο βελουδένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • βελουδένιος — ια, ιο και βελούδινος, η, ο 1. κατασκευασμένος από βελούδο 2. μαλακός, απαλός σαν βελούδο («βελουδένια μάγουλα», «...χέρια») …   Dictionary of Greek

  • κατιφεδένιος — α, ο κατασκευασμένος από κατιφέ, βελούδινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατιφές (πληθ. κατιφέδ ες) + κατάλ. ένιος (πρβλ. αλατζαδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”